Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασκουμπώνω < αρχαία ελληνική ἀνακομβόω (ξεκουμπώνω, ξεγυμνώνω)

ανασκουμπώνω, πρτ.: ανασκούμπωνα, στ.μέλλ.: θα ανασκουμπώσω, αόρ.: ανασκούμπωσα, παθ.φωνή: ανασκουμπώνομαι, μτχ.π.π.: ανασκουμπωμένος

  • σηκώνω (τα μανίκια) ψηλά, για να κάνω μια δουλειά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία