Δείτε επίσης: αναστηλώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστυλώνω < ανα- + στύλ(ος) (αρχαία ελληνική στῦλος) + -ώνω. Διαφορετικό το αναστηλώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.stiˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐στυ‐λώ‐νω
ομόηχο: αναστηλώνω

αναστυλώνω, αόρ.: αναστύλωσα, παθ.φωνή: αναστυλώνομαι, π.αόρ.: αναστυλώθηκα, μτχ.π.π.: αναστυλωμένος

  1. υποστηρίζω κάτι (στέγη, τοίχο) με υποστυλώματα, με πασσάλους
  2. (λογοτεχνικό) σηκώνω κάτι όρθιο
  3. (μεταφορικά) αναζωογωνώ, ξαναβρίσκω το σθένος μου
    ⮡  όταν του είπαν "μπράβο", αναστυλώθηκε το κουράγιο του
  4. (εσφαλμένα) → δείτε τη λέξη αναστηλώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στύλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία