αναστυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστυλώνω < ανα- + στύλ(ος) (αρχαία ελληνική στῦλος) + -ώνω. Διαφορετικό το αναστηλώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.stiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐στυ‐λώ‐νω
- ομόηχο: αναστηλώνω
Ρήμα
επεξεργασίααναστυλώνω, αόρ.: αναστύλωσα, παθ.φωνή: αναστυλώνομαι, π.αόρ.: αναστυλώθηκα, μτχ.π.π.: αναστυλωμένος
- υποστηρίζω κάτι (στέγη, τοίχο) με υποστυλώματα, με πασσάλους
- (λογοτεχνικό) σηκώνω κάτι όρθιο
- (μεταφορικά) αναζωογωνώ, ξαναβρίσκω το σθένος μου
- ⮡ όταν του είπαν "μπράβο", αναστυλώθηκε το κουράγιο του
- (εσφαλμένα) → δείτε τη λέξη αναστηλώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αναστυλιώνω (δημοτική)
- ἀναστυλῶ (παλιότερη μορφή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στύλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναστυλώνω | αναστύλωνα | θα αναστυλώνω | να αναστυλώνω | αναστυλώνοντας | |
β' ενικ. | αναστυλώνεις | αναστύλωνες | θα αναστυλώνεις | να αναστυλώνεις | αναστύλωνε | |
γ' ενικ. | αναστυλώνει | αναστύλωνε | θα αναστυλώνει | να αναστυλώνει | ||
α' πληθ. | αναστυλώνουμε | αναστυλώναμε | θα αναστυλώνουμε | να αναστυλώνουμε | ||
β' πληθ. | αναστυλώνετε | αναστυλώνατε | θα αναστυλώνετε | να αναστυλώνετε | αναστυλώνετε | |
γ' πληθ. | αναστυλώνουν(ε) | αναστύλωναν αναστυλώναν(ε) |
θα αναστυλώνουν(ε) | να αναστυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναστύλωσα | θα αναστυλώσω | να αναστυλώσω | αναστυλώσει | ||
β' ενικ. | αναστύλωσες | θα αναστυλώσεις | να αναστυλώσεις | αναστύλωσε | ||
γ' ενικ. | αναστύλωσε | θα αναστυλώσει | να αναστυλώσει | |||
α' πληθ. | αναστυλώσαμε | θα αναστυλώσουμε | να αναστυλώσουμε | |||
β' πληθ. | αναστυλώσατε | θα αναστυλώσετε | να αναστυλώσετε | αναστυλώστε | ||
γ' πληθ. | αναστύλωσαν αναστυλώσαν(ε) |
θα αναστυλώσουν(ε) | να αναστυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναστυλώσει | είχα αναστυλώσει | θα έχω αναστυλώσει | να έχω αναστυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναστυλώσει | είχες αναστυλώσει | θα έχεις αναστυλώσει | να έχεις αναστυλώσει | έχε αναστυλωμένο | |
γ' ενικ. | έχει αναστυλώσει | είχε αναστυλώσει | θα έχει αναστυλώσει | να έχει αναστυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναστυλώσει | είχαμε αναστυλώσει | θα έχουμε αναστυλώσει | να έχουμε αναστυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναστυλώσει | είχατε αναστυλώσει | θα έχετε αναστυλώσει | να έχετε αναστυλώσει | έχετε αναστυλωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναστυλώσει | είχαν αναστυλώσει | θα έχουν αναστυλώσει | να έχουν αναστυλώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναστυλωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναστυλωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναστυλωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναστυλωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναστυλώνομαι | αναστυλωνόμουν(α) | θα αναστυλώνομαι | να αναστυλώνομαι | ||
β' ενικ. | αναστυλώνεσαι | αναστυλωνόσουν(α) | θα αναστυλώνεσαι | να αναστυλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αναστυλώνεται | αναστυλωνόταν(ε) | θα αναστυλώνεται | να αναστυλώνεται | ||
α' πληθ. | αναστυλωνόμαστε | αναστυλωνόμαστε αναστυλωνόμασταν |
θα αναστυλωνόμαστε | να αναστυλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αναστυλώνεστε | αναστυλωνόσαστε αναστυλωνόσασταν |
θα αναστυλώνεστε | να αναστυλώνεστε | (αναστυλώνεστε) | |
γ' πληθ. | αναστυλώνονται | αναστυλώνονταν αναστυλωνόντουσαν |
θα αναστυλώνονται | να αναστυλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναστυλώθηκα | θα αναστυλωθώ | να αναστυλωθώ | αναστυλωθεί | ||
β' ενικ. | αναστυλώθηκες | θα αναστυλωθείς | να αναστυλωθείς | αναστυλώσου | ||
γ' ενικ. | αναστυλώθηκε | θα αναστυλωθεί | να αναστυλωθεί | |||
α' πληθ. | αναστυλωθήκαμε | θα αναστυλωθούμε | να αναστυλωθούμε | |||
β' πληθ. | αναστυλωθήκατε | θα αναστυλωθείτε | να αναστυλωθείτε | αναστυλωθείτε | ||
γ' πληθ. | αναστυλώθηκαν αναστυλωθήκαν(ε) |
θα αναστυλωθούν(ε) | να αναστυλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναστυλωθεί | είχα αναστυλωθεί | θα έχω αναστυλωθεί | να έχω αναστυλωθεί | αναστυλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναστυλωθεί | είχες αναστυλωθεί | θα έχεις αναστυλωθεί | να έχεις αναστυλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναστυλωθεί | είχε αναστυλωθεί | θα έχει αναστυλωθεί | να έχει αναστυλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναστυλωθεί | είχαμε αναστυλωθεί | θα έχουμε αναστυλωθεί | να έχουμε αναστυλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναστυλωθεί | είχατε αναστυλωθεί | θα έχετε αναστυλωθεί | να έχετε αναστυλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναστυλωθεί | είχαν αναστυλωθεί | θα έχουν αναστυλωθεί | να έχουν αναστυλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναστυλωμένος - είμαστε, είστε, είναι αναστυλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναστυλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναστυλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναστυλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναστυλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναστυλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναστυλωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναστυλώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- αναστυλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας