↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποστύλωμα τα υποστυλώματα
      γενική του υποστυλώματος των υποστυλωμάτων
    αιτιατική το υποστύλωμα τα υποστυλώματα
     κλητική υποστύλωμα υποστυλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποστύλωμα < (ελληνιστική κοινήὑποστύλωμα < ὑποστυλόω/ὑποστυλῶ < στῦλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υποστύλωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία