Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπέρεισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
υπέρεισμα
τα
υπερείσμα
τ
α
γενική
του
υπερείσμα
τ
ος
των
υπερεισμά
τ
ων
αιτιατική
το
υπέρεισμα
τα
υπερείσμα
τ
α
κλητική
υπέρεισμα
υπερείσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπέρεισμα
<
αρχαία ελληνική
ὑπέρεισμα
<
ἐρείδω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπέρεισμα
ουδέτερο
υποστήριγμα
,
υποστύλωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπέρεισμα
γαλλικά
:
support
(fr)