αντηρίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντηρίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντηρίς από την αιτιατική «τήν ἀντηρίδα» < ἀντερείδω < ἀντί + ἐρείδω
- για τους όρους γεωλογίας, βοτανικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrefort [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.diˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντη‐ρί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντηρίδα θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) τοίχος που κτίζεται κάθετα προς κάποιον άλλο τοίχο, τον οποίο και στηρίζει
- (αρχιτεκτονική) τοιχάκι που συγκρατεί το χώμα σε κατωφέρεια
- : ≈ συνώνυμα: ξερολιθιά, σκάλα
- (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή άλλη κατασκευή που μπαίνει ως υποστήριγμα σε κάποιο οικοδόμημα
- ≈ συνώνυμα: αντέρεισμα, έρεισμα, στήριγμα, υποστήριγμα, υποστύλωση
- ※ Ολοκληρώθηκαν, ακόμη, οι εργασίες αντιστήριξης με την προσθήκη υποστυλωμάτων στον πρώτο χώρο και ταυτόχρονα τοποθετήθηκαν οριζόντιες αντηρίδες στον δεύτερο, προκειμένου να προχωρήσει η αποχωμάτωση. (Αμφίπολη: Αποκαλύφθηκαν τα μαρμάρινα βάθρα πάνω στα οποία πατούν οι Καρυάτιδες εφημερίδα Το Βήμα 30 Σεπτεμβρίου 2014)
- (γεωλογία) βουνοκορφή που προεξέχει σε διαφορετική κατεύθυνση από άλλες βουνοκορφές της οροσειράς
- (βοτανική) φυτικός βλαστός ομόρριζος με τον κεντρικό βλαστό και δίπλα σ’ αυτόν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη έρεισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αντηρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας