• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αντιστήριξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιστήριξη οι αντιστηρίξεις
      γενική της αντιστήριξης* των αντιστηρίξεων
    αιτιατική την αντιστήριξη τις αντιστηρίξεις
     κλητική αντιστήριξη αντιστηρίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιστηρίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιστήριξη < αντιστηρίζω + -ση < αρχαία ελληνική ἀντιστηρίζω < ἀντί + στηρίζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιστήριξη θηλυκό

  • (αρχιτεκτονική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αντιστηρίζω

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • αντιστήριγμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αντιστήριξη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντιστήριξη&oldid=5454473"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 00:48

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 00:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας