αντιστηρίξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααντιστηρίξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιστηρίζω
- θα αντιστηρίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιστηρίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααντιστηρίξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιστήριξη