Δείτε επίσης: ἀντιστήριγμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιστήριγμα τα αντιστηρίγματα
      γενική του αντιστηρίγματος των αντιστηριγμάτων
    αιτιατική το αντιστήριγμα τα αντιστηρίγματα
     κλητική αντιστήριγμα αντιστηρίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιστήριγμα < (ελληνιστική κοινήἀντιστήριγμα < αρχαία ελληνική στήριγμα < στηρίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιστήριγμα ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική) δοκάρι ή κατασκευή που στηρίζει ένα οικοδόμημα
     συνώνυμα: αντιστύλι, στήριξη, υποστήριγμα, υποστύλωση
  2. (μεταφορικά) υποστήριξη, στήριγμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία