stay
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stay | stays |
stay (en)
- η διαμονή, η παραμονή
- ↪ during his stay abroad - κατά τη διαμονή του στο εξωτερικό
- ↪ short-term/long-term stay - ολιγοήμερη/μακροχρόνια διαμονή
- ↪ his stay in London - η παραμονή στο Λονδίνο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | stay |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays |
αόριστος | stayed |
παθητική μετοχή | stayed |
ενεργητική μετοχή | staying |
stay (en)
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- stay (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- stay (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 224, 659. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω, διαμονή, παραμονή