ενεστώτας stay away
γ΄ ενικό ενεστώτα stays away
αόριστος stayed away
παθητική μετοχή stayed away
ενεργητική μετοχή staying away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stay away < → δείτε τις λέξεις stay και away

stay away (en)

  • μένω μακριά, δεν πλησιάζω ένα συγκεκριμένο άτομο ή μέρος
    ⮡  Stay away from the fire!
    Μείνε μακριά από τη φωτιά!