stay on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stay on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays on |
αόριστος | stayed on |
παθητική μετοχή | stayed on |
ενεργητική μετοχή | staying on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstay on (en)
- συνεχίζω να σπουδάζω, να εργάζομαι κτλ. κάπου για περισσότερο από το αναμενόμενο ή αφού έχουν φύγει άλλοι άνθρωποι
- ⮡ He’ll stay on at school for another year.
- Θα συνεχίσει στο σχολείο κι άλλο ένα χρόνο.
- ⮡ He’ll stay on at school for another year.