ενεστώτας stay around
γ΄ ενικό ενεστώτα stays around
αόριστος stayed around
παθητική μετοχή stayed around
ενεργητική μετοχή staying around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stay around < → δείτε τις λέξεις stay και around

stay around (en)

  • (ανεπίσημο) μένω πίσω, δεν φεύγω από κάπου
    ⮡  The other guests had left but he stayed around.
    Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλ' αυτός έμεινε πίσω.