ενεστώτας stay up
γ΄ ενικό ενεστώτα stays up
αόριστος stayed up
παθητική μετοχή stayed up
ενεργητική μετοχή staying up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stay up < → δείτε τις λέξεις stay και up

stay up (en)

  • ξενυχτίζω, ξενυχτώ, μένω ξύπνιος όλη τη νύχτα ή το μεγαλύτερο μέρος της
    ⮡  I must stay up tonight in order to finish these plans.
    Πρέπει να ξενυχτήσω απόψε για να τελειώσω αυτά τα σχέδια.
     συνώνυμα: stay up late