ξενυχτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενυχτίζω < ξενυχτώ λόγω του αορίστου σε -ησα
Ρήμα
επεξεργασίαξενυχτίζω, παθ. μτχ.: ξενυχτισμένος
- κρατώ κάποιον ξάγρυπνο όλη τη νύχτα
- Με ξενύχτισε το μωρό και τώρα δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά
- περνάω τη νύχτα στη πλευρά ασθενή (ή νεκρού)
- μένω ξύπνιος όλη τη νύχτα ή το μεγαλύτερο μέρος της
- Ξενυχτίσαμε χωρίς λόγο
- Πρέπει να ξενυχτίσω απόψε για να τελειώσω αυτά τα σχέδια
- περνάω τη νύχτα διασκεδάζοντας
- Άμα ξενυχτίζεις κάθε βράδι, μετά δεν έχεις σηκωμό για τη δουλειά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξενυχτίζω | ξενύχτιζα | θα ξενυχτίζω | να ξενυχτίζω | ξενυχτίζοντας | |
β' ενικ. | ξενυχτίζεις | ξενύχτιζες | θα ξενυχτίζεις | να ξενυχτίζεις | ξενύχτιζε | |
γ' ενικ. | ξενυχτίζει | ξενύχτιζε | θα ξενυχτίζει | να ξενυχτίζει | ||
α' πληθ. | ξενυχτίζουμε | ξενυχτίζαμε | θα ξενυχτίζουμε | να ξενυχτίζουμε | ||
β' πληθ. | ξενυχτίζετε | ξενυχτίζατε | θα ξενυχτίζετε | να ξενυχτίζετε | ξενυχτίζετε | |
γ' πληθ. | ξενυχτίζουν(ε) | ξενύχτιζαν ξενυχτίζαν(ε) |
θα ξενυχτίζουν(ε) | να ξενυχτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξενύχτισα | θα ξενυχτίσω | να ξενυχτίσω | ξενυχτίσει | ||
β' ενικ. | ξενύχτισες | θα ξενυχτίσεις | να ξενυχτίσεις | ξενύχτισε | ||
γ' ενικ. | ξενύχτισε | θα ξενυχτίσει | να ξενυχτίσει | |||
α' πληθ. | ξενυχτίσαμε | θα ξενυχτίσουμε | να ξενυχτίσουμε | |||
β' πληθ. | ξενυχτίσατε | θα ξενυχτίσετε | να ξενυχτίσετε | ξενυχτίστε | ||
γ' πληθ. | ξενύχτισαν ξενυχτίσαν(ε) |
θα ξενυχτίσουν(ε) | να ξενυχτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξενυχτίσει | είχα ξενυχτίσει | θα έχω ξενυχτίσει | να έχω ξενυχτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξενυχτίσει | είχες ξενυχτίσει | θα έχεις ξενυχτίσει | να έχεις ξενυχτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξενυχτίσει | είχε ξενυχτίσει | θα έχει ξενυχτίσει | να έχει ξενυχτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξενυχτίσει | είχαμε ξενυχτίσει | θα έχουμε ξενυχτίσει | να έχουμε ξενυχτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξενυχτίσει | είχατε ξενυχτίσει | θα έχετε ξενυχτίσει | να έχετε ξενυχτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξενυχτίσει | είχαν ξενυχτίσει | θα έχουν ξενυχτίσει | να έχουν ξενυχτίσει |
|