Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενυχτίζω < ξενυχτώ λόγω του αορίστου σε -ησα

ξενυχτίζω, παθ. μτχ.: ξενυχτισμένος

  1. κρατώ κάποιον ξάγρυπνο όλη τη νύχτα
    Με ξενύχτισε το μωρό και τώρα δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά
  2. περνάω τη νύχτα στη πλευρά ασθενή (ή νεκρού)
  3. μένω ξύπνιος όλη τη νύχτα ή το μεγαλύτερο μέρος της
    Ξενυχτίσαμε χωρίς λόγο
    Πρέπει να ξενυχτίσω απόψε για να τελειώσω αυτά τα σχέδια
  4. περνάω τη νύχτα διασκεδάζοντας
    Άμα ξενυχτίζεις κάθε βράδι, μετά δεν έχεις σηκωμό για τη δουλειά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία