↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενυχτισμένος η ξενυχτισμένη το ξενυχτισμένο
      γενική του ξενυχτισμένου της ξενυχτισμένης του ξενυχτισμένου
    αιτιατική τον ξενυχτισμένο την ξενυχτισμένη το ξενυχτισμένο
     κλητική ξενυχτισμένε ξενυχτισμένη ξενυχτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενυχτισμένοι οι ξενυχτισμένες τα ξενυχτισμένα
      γενική των ξενυχτισμένων των ξενυχτισμένων των ξενυχτισμένων
    αιτιατική τους ξενυχτισμένους τις ξενυχτισμένες τα ξενυχτισμένα
     κλητική ξενυχτισμένοι ξενυχτισμένες ξενυχτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενυχτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενυχτίζω και ξενυχτώ

ξενυχτισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία