ενεστώτας go out
γ΄ ενικό ενεστώτα goes out
αόριστος went out
παθητική μετοχή gone out
ενεργητική μετοχή going out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
go out < → δείτε τις λέξεις go και out

go out (en)

  1. (αμετάβατο) βγαίνω, ξενυχτίζω, ξενυχτώ, φεύγω από το σπίτι μου για μια κοινωνική δραστηριότητα
    ⮡  Do you want to go out for some beers Saturday?
    Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;
    ⮡  I will go out tonight.
    Θα βγω έξω απόψε.
    ⮡  If you go out every night, then you won’t get up for work.
    Άμα ξενυχτάς κάθε βράδι, μετά δεν έχεις σηκωμό για τη δουλειά.
  2. (αμετάβατο) υποχωρώ, για την παλίρροια που απομακρύνεται από τη στεριά και προς τη θάλασσα
    ⮡  The tide is going out.
    Η παλίρροια υποχωρεί.
     συνώνυμα: ebb
  3. (αμετάβατο) σβήνω, για φωτιά ή φως που σταματά να καίει ή να λάμπει
    ⮡  The lights went out.
    Τα φώτα έσβησαν.
    ⮡  The candle went out.
    Το κερί έσβησα.
    ⮡  Throw wood on the fire so it doesn’t go out.
    Ρίξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
  4. (αμετάβατο) περνάω, για μόδα
    ⮡  Miniskirts have gone out of fashion.
    Πέρασε η μόδα του μίνι.
    ⮡  When a style goes out of fashion…
    Όταν περνάει μια μόδα…
  5. (αμετάβατο) πηγαίνω με κάποιον, βγαίνω με κάποιον, τα φτιάχνω με κάποιον, έχω ερωτική σχέση
    ⮡  Who is Helen going out with?
    Με ποιον πάει η Ελένη;
    ⮡  I am going out with a student.
    Βγαίνω με μια φοιτήτρια.
    ⮡  How long have you been going out with her?
    Πόσο καιρό βγαίνεις μαζί της;
    ⮡  He/she went out with a good boy/girl.
    Tα έφτιαξε μ΄ ένα καλό παιδί/κορίτσι.
     συνώνυμα: date