go out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | go out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes out |
αόριστος | went out |
παθητική μετοχή | gone out |
ενεργητική μετοχή | going out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgo out (en)
- (αμετάβατο) βγαίνω, ξενυχτίζω, ξενυχτώ, φεύγω από το σπίτι μου για μια κοινωνική δραστηριότητα
- ⮡ Do you want to go out for some beers Saturday?
- Θέλεις να βγούμε για μπίρες το Σάββατο;
- ⮡ I will go out tonight.
- Θα βγω έξω απόψε.
- ⮡ If you go out every night, then you won’t get up for work.
- Άμα ξενυχτάς κάθε βράδι, μετά δεν έχεις σηκωμό για τη δουλειά.
- ⮡ Do you want to go out for some beers Saturday?
- (αμετάβατο) υποχωρώ, για την παλίρροια που απομακρύνεται από τη στεριά και προς τη θάλασσα
- (αμετάβατο) σβήνω, για φωτιά ή φως που σταματά να καίει ή να λάμπει
- ⮡ The lights went out.
- Τα φώτα έσβησαν.
- ⮡ The candle went out.
- Το κερί έσβησα.
- ⮡ Throw wood on the fire so it doesn’t go out.
- Ρίξε ξύλα στη φωτιά για να μη σβήσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off
- ⮡ The lights went out.
- (αμετάβατο) περνάω, για μόδα
- ⮡ Miniskirts have gone out of fashion.
- Πέρασε η μόδα του μίνι.
- ⮡ When a style goes out of fashion…
- Όταν περνάει μια μόδα…
- ⮡ Miniskirts have gone out of fashion.
- (αμετάβατο) πηγαίνω με κάποιον, βγαίνω με κάποιον, τα φτιάχνω με κάποιον, έχω ερωτική σχέση
Πηγές
επεξεργασία- go out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 692-695, 699-700, 781. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, περνώ, πηγαίνω, σβήνω