Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ebb ebbs

ebb (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας ebb
γ΄ ενικό ενεστώτα ebbs
αόριστος ebbed
παθητική μετοχή ebbed
ενεργητική μετοχή ebbing

ebb (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) υποχωρώ, για την παλίρροια στη θάλασσα που απομακρύνεται από τη στεριά
    The tide started to ebb.
    Η παλίρροια άρχισε να υποχωρεί.
     συνώνυμα: go out
  2. (αμετάβατο) κοπάζω, καταλαγιάζω, μειώνομαι, γίνομαι σταδιακά πιο αδύναμος ή λιγότερο
    When the commotion/pain ebbed
    Όταν κόπασε/καταλάγιασε η αναταραχή/Όταν ο πόνος μειώθηκε...
    The storm ebbed.
    Η θύελλα κόπασε/καταλάγιασε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate