πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμπωτη οι άμπωτες
      γενική της άμπωτης των άμπωτων
    αιτιατική την άμπωτη τις άμπωτες
     κλητική άμπωτη άμπωτες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
άμπωτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄμπωτις < ἀνάπωτις < ἀναπίνομαι < ἀνά + πίνω (ἄμπωτις θάλασσα: η θάλασσα που πίνει/ρουφάει το νερό)

Ουσιαστικό

επεξεργασία