άμπωτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άμπωτη < αρχαία ελληνική ἄμπωτις < ἀνάπωτις < ἀναπίνομαι < ἀνά + πίνω (ἄμπωτις θάλασσα: η θάλασσα που πίνει/ρουφάει το νερό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάμπωτη θηλυκό
- η πτώση της στάθμης της θάλασσας λόγω παλιρροϊκών φαινομένων