άμπωτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμπωτη | οι | άμπωτες |
γενική | της | άμπωτης | των | άμπωτων |
αιτιατική | την | άμπωτη | τις | άμπωτες |
κλητική | άμπωτη | άμπωτες | ||
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- άμπωτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄμπωτις < ἀνάπωτις < ἀναπίνομαι < ἀνά + πίνω (ἄμπωτις θάλασσα: η θάλασσα που πίνει/ρουφάει το νερό)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άμπωτη θηλυκό
- η πτώση της στάθμης της θάλασσας λόγω παλιρροϊκών φαινομένων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- άμπωτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άμπωτη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- άμπωτη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας