ξάγρυπνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξάγρυπνος < (ξε-) ξ- + άγρυπνος, μεσαιωνική ελληνική ξαγρυπνός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈksa.ɣɾi.pnos/
Επίθετο επεξεργασία
ξάγρυπνος -η -ο
- που παραμένει άγρυπνος τη νύχτα μη μπορώντας ή μη θέλοντας να κοιμηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
- ξαγρυπνώ
- ξαγρύπνια
- ξαγρύπνημα
- και → δείτε τη λέξη αγρυπνία