ξαγρυπνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαγρυπνώ < ξάγρυπν(ος) + -ώ, [1][2]
Ρήμα
επεξεργασίαξαγρυπνώ/ξαγρυπνάω, στ.μέλλ.: θα ξαγρυπνήσω, αόρ.: ξαγρύπνησα, μτχ.π.π.: ξαγρυπνισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- μένω άγρυπνος κατά τη διάρκεια της νύχτας μη μπορώντας ή μη θέλοντας να κοιμηθώ
- ※ ⌘ Γιάννης Γρυπάρης 1870-1942, «Ύπνου δάκρυα» @greek-language.gr, ποιητική συλλογή Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, έκδοση 2η, χ.χ. pdf @olympias Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
- Mπρόβαλε μέρα λιβανή κι ονειροξεδιαλύτρα
να διώξης τα ησκιώματα του ύπνου από κοντά μου·
μπρόβαλε μέρα, κοίμισε την υπνοφαντασιά μου,
που ενώ κοιμούμαι ξαγρυπνά η νυχτοπαρωρίτρα.
- κάνω κάποιον άλλον να ξαγρυπνά
- ↪ Είδα ένα θρίλερ και με ξαγρύπνησε-Με ξαγρυπνάει ο καφές
- (κατ’ επέκταση) επαγρυπνώ, έχω το νου μου όταν οι άλλοι κοιμούνται ή δεν αντιλαμβάνονται ένα πρόβλημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Ο παρατατικός, συνήθως σε -ούσα [3]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαγρυπνάω - ξαγρυπνώ | ξαγρυπνούσα - ξαγρύπναγα | θα ξαγρυπνάω - ξαγρυπνώ | να ξαγρυπνάω - ξαγρυπνώ | ξαγρυπνώντας | |
β' ενικ. | ξαγρυπνάς | ξαγρυπνούσες - ξαγρύπναγες | θα ξαγρυπνάς | να ξαγρυπνάς | ξαγρύπνα - ξαγρύπναγε | |
γ' ενικ. | ξαγρυπνάει - ξαγρυπνά | ξαγρυπνούσε - ξαγρύπναγε | θα ξαγρυπνάει - ξαγρυπνά | να ξαγρυπνάει - ξαγρυπνά | ||
α' πληθ. | ξαγρυπνάμε - ξαγρυπνούμε | ξαγρυπνούσαμε - ξαγρυπνάγαμε | θα ξαγρυπνάμε - ξαγρυπνούμε | να ξαγρυπνάμε - ξαγρυπνούμε | ||
β' πληθ. | ξαγρυπνάτε | ξαγρυπνούσατε - ξαγρυπνάγατε | θα ξαγρυπνάτε | να ξαγρυπνάτε | ξαγρυπνάτε | |
γ' πληθ. | ξαγρυπνάν(ε) - ξαγρυπνούν(ε) | ξαγρυπνούσαν(ε) - ξαγρύπναγαν - ξαγρυπνάγανε | θα ξαγρυπνάν(ε) - ξαγρυπνούν(ε) | να ξαγρυπνάν(ε) - ξαγρυπνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξαγρύπνησα | θα ξαγρυπνήσω | να ξαγρυπνήσω | ξαγρυπνήσει | ||
β' ενικ. | ξαγρύπνησες | θα ξαγρυπνήσεις | να ξαγρυπνήσεις | ξαγρύπνα - ξαγρύπνησε | ||
γ' ενικ. | ξαγρύπνησε | θα ξαγρυπνήσει | να ξαγρυπνήσει | |||
α' πληθ. | ξαγρυπνήσαμε | θα ξαγρυπνήσουμε | να ξαγρυπνήσουμε | |||
β' πληθ. | ξαγρυπνήσατε | θα ξαγρυπνήσετε | να ξαγρυπνήσετε | ξαγρυπνήστε | ||
γ' πληθ. | ξαγρύπνησαν ξαγρυπνήσαν(ε) |
θα ξαγρυπνήσουν(ε) | να ξαγρυπνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαγρυπνήσει | είχα ξαγρυπνήσει | θα έχω ξαγρυπνήσει | να έχω ξαγρυπνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαγρυπνήσει | είχες ξαγρυπνήσει | θα έχεις ξαγρυπνήσει | να έχεις ξαγρυπνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαγρυπνήσει | είχε ξαγρυπνήσει | θα έχει ξαγρυπνήσει | να έχει ξαγρυπνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαγρυπνήσει | είχαμε ξαγρυπνήσει | θα έχουμε ξαγρυπνήσει | να έχουμε ξαγρυπνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαγρυπνήσει | είχατε ξαγρυπνήσει | θα έχετε ξαγρυπνήσει | να έχετε ξαγρυπνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαγρυπνήσει | είχαν ξαγρυπνήσει | θα έχουν ξαγρυπνήσει | να έχουν ξαγρυπνήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ξαγρυπνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ξάγρυπνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).