Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαγρυπνισμένος η ξαγρυπνισμένη το ξαγρυπνισμένο
      γενική του ξαγρυπνισμένου της ξαγρυπνισμένης του ξαγρυπνισμένου
    αιτιατική τον ξαγρυπνισμένο την ξαγρυπνισμένη το ξαγρυπνισμένο
     κλητική ξαγρυπνισμένε ξαγρυπνισμένη ξαγρυπνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαγρυπνισμένοι οι ξαγρυπνισμένες τα ξαγρυπνισμένα
      γενική των ξαγρυπνισμένων των ξαγρυπνισμένων των ξαγρυπνισμένων
    αιτιατική τους ξαγρυπνισμένους τις ξαγρυπνισμένες τα ξαγρυπνισμένα
     κλητική ξαγρυπνισμένοι ξαγρυπνισμένες ξαγρυπνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαγρυπνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ξαγρυπνώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksa.ɣɾi.pniˈzme.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ksa.ɣɾi.pniˈzme.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ksa.ɣɾi.pniˈzme.no/ ουδέτερο

  Μετοχή επεξεργασία

ξαγρυπνισμένος , -η , -ο

  • που δεν κοιμήθηκε καθόλου τη νύχτα
    Σέρνομαι σήμερα γιατί έκλαιγε το μωρό κι έμεινα ξαγρυπνισμένος


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία