Δείτε επίσης: ἐπαγρυπνῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαγρυπνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαγρυπνῶ / ἐπαγρυπνέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pa.ɣɾiˈpno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐γρυ‐πνώ

επαγρυπνώ, πρτ.: επαγρυπνούσα, στ.μέλλ.: θα επαγρυπνήσω, αόρ.: επαγρύπνησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία