vigilant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | vigilant |
συγκριτικός | more vigilant |
υπερθετικός | most vigilant |
Επίθετο
επεξεργασίαvigilant (en)
- (επίσημο) άγρυπνος, αγρυπνώ, επαγρυπνώ
- ⮡ a vigilant police force - άγρυπνη αστυνομία
- ⮡ Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
- Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
- ⮡ We must be vigilant because there is always danger of a sudden attack.
- Πρέπει να επαγρυπνούμε, γιατί υπάρχει πάντα κίνδυνος ξαφνικής επίθεσης.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vigilant | vigilants |
θηλυκό | vigilante | vigilantes |
vigilant (fr)
- προσεκτικός, σε επιφυλακή, άγρυπνος