πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαγρύπνηση οι επαγρυπνήσεις
      γενική της επαγρύπνησης* των επαγρυπνήσεων
    αιτιατική την επαγρύπνηση τις επαγρυπνήσεις
     κλητική επαγρύπνηση επαγρυπνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαγρυπνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.paˈɣɾi.pni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαγρύπνυση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επαγρύπνηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις αγρυπνία και άγρυπνος

Μεταφράσεις

επεξεργασία