Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επαγρυπνήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαγρυπνώ
  2. θα επαγρυπνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαγρυπνώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επαγρυπνήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαγρύπνηση