επαγρυπνήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπαγρυπνήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαγρυπνώ
- θα επαγρυπνήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαγρυπνώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπαγρυπνήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαγρύπνηση