stay out of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stay out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays out of |
αόριστος | stayed out of |
παθητική μετοχή | stayed out of |
ενεργητική μετοχή | staying out of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαstay out of (en)
- δεν μπλέκομαι σε κάτι με το οποίο δεν έχω σχέση
- ↪ I want to stay out of their fights.
- ↪ I don’t want to get involved in their fights. (κυριολεκτική μετάφραση)
- Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
- αποφεύγω κάτι
- ↪ I am staying out of trouble.
- Αποφεύγω τις μπελάδες.
- ↪ I am staying out of trouble.