ενεστώτας stay out of
γ΄ ενικό ενεστώτα stays out of
αόριστος stayed out of
παθητική μετοχή stayed out of
ενεργητική μετοχή staying out of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stay out of < → δείτε τις λέξεις stay και out of

stay out of (en)

  1. δεν μπλέκομαι σε κάτι με το οποίο δεν έχω σχέση
    ⮡  I want to stay out of their fights.
    ⮡  I don’t want to get involved in their fights. (κυριολεκτική μετάφραση)
    Δε θέλω να μπλέξω στους καυγάδες τους.
  2. αποφεύγω κάτι
    ⮡  I am staying out of trouble.
    Αποφεύγω τις μπελάδες.