Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

out of < → δείτε τις λέξεις out και of

  Πρόθεση επεξεργασία

out of (en)

  • από
    She let him free out of mercy.
    Τον άφησε ελεύθερο από οίκτο.