ενεστώτας stay in
γ΄ ενικό ενεστώτα stays in
αόριστος stayed in
παθητική μετοχή stayed in
ενεργητική μετοχή staying in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stay in < → δείτε τις λέξεις stay και in

stay in (en)

  • μένω μέσα
    ⮡  It’s a sin to stay in on such a beautiful day.
    Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.