↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντηρίς αἱ ἀντηρίδες
      γενική τῆς ἀντηρίδος τῶν ἀντηρίδων
      δοτική τῇ ἀντηρίδ ταῖς ἀντηρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀντηρίδ τὰς ἀντηρίδᾰς
     κλητική ! ἀντηρίς* ἀντηρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντηρίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀντηρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντηρίς < < ἀντί + ἐρείδω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀντηρίς θηλυκό