ἀντηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀντηρίς | αἱ | ἀντηρίδες |
γενική | τῆς | ἀντηρίδος | τῶν | ἀντηρίδων |
δοτική | τῇ | ἀντηρίδῐ | ταῖς | ἀντηρίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἀντηρίδᾰ | τὰς | ἀντηρίδᾰς |
κλητική ὦ! | ἀντηρίς* | ἀντηρίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀντηρίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀντηρίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀντηρίς θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀντηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.