↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναστυλωμένος η αναστυλωμένη το αναστυλωμένο
      γενική του αναστυλωμένου της αναστυλωμένης του αναστυλωμένου
    αιτιατική τον αναστυλωμένο την αναστυλωμένη το αναστυλωμένο
     κλητική αναστυλωμένε αναστυλωμένη αναστυλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναστυλωμένοι οι αναστυλωμένες τα αναστυλωμένα
      γενική των αναστυλωμένων των αναστυλωμένων των αναστυλωμένων
    αιτιατική τους αναστυλωμένους τις αναστυλωμένες τα αναστυλωμένα
     κλητική αναστυλωμένοι αναστυλωμένες αναστυλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναστυλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναστυλώνω

αναστυλωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αναστηλώνω