εμψυχώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμψυχώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμψυχόω / ἐμψυχῶ < ἐν (ἐμ-) + αρχαία ελληνική ψυχή ψυχ- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική animer) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /em.psiˈxo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐ψυ‐χώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεμψυχώνω, αόρ.: εμψύχωσα, παθ.φωνή: εμψυχώνομαι, π.αόρ.: εμψυχώθηκα, μτχ.π.π.: εμψυχωμένος
- δίνω ψυχή σε κάτι άψυχο, το καθιστώ έμψυχο, του δίνω ζωή
- (μεταφορικά) δίνω ψυχική δύναμη, θάρρος, κουράγιο ή αυτοπεποίθηση σε κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμψυχώνω | εμψύχωνα | θα εμψυχώνω | να εμψυχώνω | εμψυχώνοντας | |
β' ενικ. | εμψυχώνεις | εμψύχωνες | θα εμψυχώνεις | να εμψυχώνεις | εμψύχωνε | |
γ' ενικ. | εμψυχώνει | εμψύχωνε | θα εμψυχώνει | να εμψυχώνει | ||
α' πληθ. | εμψυχώνουμε | εμψυχώναμε | θα εμψυχώνουμε | να εμψυχώνουμε | ||
β' πληθ. | εμψυχώνετε | εμψυχώνατε | θα εμψυχώνετε | να εμψυχώνετε | εμψυχώνετε | |
γ' πληθ. | εμψυχώνουν(ε) | εμψύχωναν εμψυχώναν(ε) |
θα εμψυχώνουν(ε) | να εμψυχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμψύχωσα | θα εμψυχώσω | να εμψυχώσω | εμψυχώσει | ||
β' ενικ. | εμψύχωσες | θα εμψυχώσεις | να εμψυχώσεις | εμψύχωσε | ||
γ' ενικ. | εμψύχωσε | θα εμψυχώσει | να εμψυχώσει | |||
α' πληθ. | εμψυχώσαμε | θα εμψυχώσουμε | να εμψυχώσουμε | |||
β' πληθ. | εμψυχώσατε | θα εμψυχώσετε | να εμψυχώσετε | εμψυχώστε | ||
γ' πληθ. | εμψύχωσαν εμψυχώσαν(ε) |
θα εμψυχώσουν(ε) | να εμψυχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εμψυχώσει | είχα εμψυχώσει | θα έχω εμψυχώσει | να έχω εμψυχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εμψυχώσει | είχες εμψυχώσει | θα έχεις εμψυχώσει | να έχεις εμψυχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εμψυχώσει | είχε εμψυχώσει | θα έχει εμψυχώσει | να έχει εμψυχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εμψυχώσει | είχαμε εμψυχώσει | θα έχουμε εμψυχώσει | να έχουμε εμψυχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εμψυχώσει | είχατε εμψυχώσει | θα έχετε εμψυχώσει | να έχετε εμψυχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εμψυχώσει | είχαν εμψυχώσει | θα έχουν εμψυχώσει | να έχουν εμψυχώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εμψυχώνομαι | εμψυχωνόμουν(α) | θα εμψυχώνομαι | να εμψυχώνομαι | ||
β' ενικ. | εμψυχώνεσαι | εμψυχωνόσουν(α) | θα εμψυχώνεσαι | να εμψυχώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εμψυχώνεται | εμψυχωνόταν(ε) | θα εμψυχώνεται | να εμψυχώνεται | ||
α' πληθ. | εμψυχωνόμαστε | εμψυχωνόμαστε εμψυχωνόμασταν |
θα εμψυχωνόμαστε | να εμψυχωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εμψυχώνεστε | εμψυχωνόσαστε εμψυχωνόσασταν |
θα εμψυχώνεστε | να εμψυχώνεστε | (εμψυχώνεστε) | |
γ' πληθ. | εμψυχώνονται | εμψυχώνονταν εμψυχωνόντουσαν |
θα εμψυχώνονται | να εμψυχώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εμψυχώθηκα | θα εμψυχωθώ | να εμψυχωθώ | εμψυχωθεί | ||
β' ενικ. | εμψυχώθηκες | θα εμψυχωθείς | να εμψυχωθείς | εμψυχώσου | ||
γ' ενικ. | εμψυχώθηκε | θα εμψυχωθεί | να εμψυχωθεί | |||
α' πληθ. | εμψυχωθήκαμε | θα εμψυχωθούμε | να εμψυχωθούμε | |||
β' πληθ. | εμψυχωθήκατε | θα εμψυχωθείτε | να εμψυχωθείτε | εμψυχωθείτε | ||
γ' πληθ. | εμψυχώθηκαν εμψυχωθήκαν(ε) |
θα εμψυχωθούν(ε) | να εμψυχωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εμψυχωθεί | είχα εμψυχωθεί | θα έχω εμψυχωθεί | να έχω εμψυχωθεί | εμψυχωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εμψυχωθεί | είχες εμψυχωθεί | θα έχεις εμψυχωθεί | να έχεις εμψυχωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εμψυχωθεί | είχε εμψυχωθεί | θα έχει εμψυχωθεί | να έχει εμψυχωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εμψυχωθεί | είχαμε εμψυχωθεί | θα έχουμε εμψυχωθεί | να έχουμε εμψυχωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εμψυχωθεί | είχατε εμψυχωθεί | θα έχετε εμψυχωθεί | να έχετε εμψυχωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εμψυχωθεί | είχαν εμψυχωθεί | θα έχουν εμψυχωθεί | να έχουν εμψυχωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εμψυχωμένος - είμαστε, είστε, είναι εμψυχωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εμψυχωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εμψυχωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εμψυχωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εμψυχωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εμψυχωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εμψυχωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εμψυχώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας