αναστηλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναστηλωτικός < αναστηλώνω
Επίθετο
επεξεργασίααναστηλωτικός
- σχετικός με την αναστήλωση, τις σχετικές εργασίες για την αποκατάσταση μνημείου
- (σπάνια) σχετικός με την αναστήλωση των εικόνων
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναστηλωτικός
|