Ουσιαστικό

επεξεργασία

restoration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αναστήλωση, η αποκατάσταση, επισκευή των ζημιών ενός κατεστραμμένου κτιρίου
    ⮡  The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
    Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
    ⮡  the restoration of a monument/text - η αποκατάσταση μνημείου/κειμένου
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποκατάσταση, η παλινόρθωση, το να αποκαθιστώ ένα σύστημα, έναν νόμο κτλ. που υπήρχε προηγουμένως
    ⮡  the restoration of a dynasty - η αποκατάσταση μιας δυναστείας
    ⮡  the restoration of democracy - η παλινόρθωση της δημοκρατίας
     συνώνυμα: reinstatement