restoration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrestoration (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αναστήλωση, η αποκατάσταση, επισκευή των ζημιών ενός κατεστραμμένου κτιρίου
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
- ⮡ the restoration of a monument/text - η αποκατάσταση μνημείου/κειμένου
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποκατάσταση, η παλινόρθωση, το να αποκαθιστώ ένα σύστημα, έναν νόμο κτλ. που υπήρχε προηγουμένως
- ⮡ the restoration of a dynasty - η αποκατάσταση μιας δυναστείας
- ⮡ the restoration of democracy - η παλινόρθωση της δημοκρατίας
- ≈ συνώνυμα: reinstatement