παλινόρθωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλινόρθωση | οι | παλινορθώσεις |
γενική | της | παλινόρθωσης* | των | παλινορθώσεων |
αιτιατική | την | παλινόρθωση | τις | παλινορθώσεις |
κλητική | παλινόρθωση | παλινορθώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παλινορθώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλινόρθωση < (καθαρεύουσα) παλινόρθωσις < παλινορθῶ + -σις > -ση < αρχαία ελληνική πάλιν + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός
- για την πολιτική < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική restauration [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.liˈnoɾ.θo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λι‐νόρ‐θω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλινόρθωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παλινορθώνω
- (παρωχημένο) η επαναφορά στην όρθια ή την αρχική θέση
- (πολιτική) η επιστροφή ενός έκπτωτου μονάρχη ή δυναστείας στο θρόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλινόρθωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παλινόρθωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας