ενεστώτας renovate
γ΄ ενικό ενεστώτα renovates
αόριστος renovated
παθητική μετοχή renovated
ενεργητική μετοχή renovating

renovate (en)

  • ανακαινίζω
    ⮡  We need to renovate the kitchen.
    Πρέπει να ανακαινίσουμε την κουζίνα.
    ⮡  a renovated building - ανακαινισμένο κτίριο