ενικός         πληθυντικός  
renovation renovations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

renovation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ανακαίνιση
    ⮡  The store is closed due to renovation/renovations.
    Το κατάστημα είναι κλειστό λόγω ανακαινίσεως.
    ⮡  Work has begun on the renovation of the building.
    Άρχισαν οι εργασίες για την ανακαίνιση του κτιρίου.

Συγγενικά

επεξεργασία