ανακαίνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακαίνιση | οι | ανακαινίσεις |
γενική | της | ανακαίνισης* | των | ανακαινίσεων |
αιτιατική | την | ανακαίνιση | τις | ανακαινίσεις |
κλητική | ανακαίνιση | ανακαινίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακαινίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανακαίνιση < (ελληνιστική κοινή) ἀνακαίνισις < ἀνά και καινός (ο καινούργιος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανακαίνιση θηλυκό
- το να ξανακάνεις κάτι σαν καινούργιο, η ανανέωση ενός χώρου με οικοδομικές εργασίες επισκευής, συντήρησης ή και κατασκευής
- η συντήρηση επίπλων (σπάνια χρήση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανακαίνιση