Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακαινίστρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανακαινίστρι
α
οι
ανακαινίστρι
ες
γενική
της
ανακαινίστρι
ας
των
ανακαινιστρι
ών
αιτιατική
την
ανακαινίστρι
α
τις
ανακαινίστρι
ες
κλητική
ανακαινίστρι
α
ανακαινίστρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανακαινίστρια
<
ανακαινιστής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανακαινίστρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
ανακαινιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακαινίστρια
αγγλικά
:
reformer
(en)