πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανάχρηση οι επαναχρήσεις
      γενική της επανάχρησης των επαναχρήσεων
    αιτιατική την επανάχρηση τις επαναχρήσεις
     κλητική επανάχρηση επαναχρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επανάχρηση < επανά- + χρήση
ΔΦΑ : /e.paˈna.xɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επανάχρηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επανάχρηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η εκ νέου χρήση ή χρησιμοποίηση
      Η καλλιτεχνική και πολιτιστική αξία των κτιρίων αυτών είναι ανεκτίμητη, η παρουσία τους στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων ανυπολόγιστη, η εμπορική τους αξία όμως ανύπαρκτη. Και δυστυχώς είναι η εμπορική τους αξία που υπαγορεύει τη διάσωση και επανάχρησή τους. (Ιωάννα Σωτηρίου Δωροβίνη, Η αβέβαιη μοίρα των νεοκλασικών διατηρητέων κτιρίων, εφημερίδα Η Καθημερινή, 3 Δεκεμβρίου 2020)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr