επιδιορθώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδιορθώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιδιορθ(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἐπιδιορθόω < ἐπί + διορθόω-ῶ + -ώνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + διορθώνω (δι- + ορθώνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ði̯oɾˈθo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐διορ‐θώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : ε‐πι‐δι‐ορ‐θώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδιορθώνω, αόρ.: επιδιόρθωσα, παθ.φωνή: επιδιορθώνομαι, π.αόρ.: επιδιορθώθηκα, μτχ.π.π.: επιδιορθωμένος
- φέρνω κάτι στην προηγούμενη σωστή κατάσταση, το κάνω ξανά λειτουργικό, χωρίς τις ζημιές που είχε (λέγεται για το ίδιο το αντικείμενο όσο και για τη ζημιά που έπαθε)
- ⮡ ο ποδηλατάς στη γωνία επιδιορθώνει παλιά ποδήλατα
- ⮡ το λειτουργικό σύστημα μπορεί να επιδιορθώσει τα προβλήματα στο σύστημα αρχείων του υπολογιστή σας
Συγγενικά
επεξεργασία- επιδιόρθωμα
- επιδιόρθωση
- επιδιορθωτής, επιδιορθώτρια
- → και δείτε τις λέξεις διορθώνω και ορθός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδιορθώνω | επιδιόρθωνα | θα επιδιορθώνω | να επιδιορθώνω | επιδιορθώνοντας | |
β' ενικ. | επιδιορθώνεις | επιδιόρθωνες | θα επιδιορθώνεις | να επιδιορθώνεις | επιδιόρθωνε | |
γ' ενικ. | επιδιορθώνει | επιδιόρθωνε | θα επιδιορθώνει | να επιδιορθώνει | ||
α' πληθ. | επιδιορθώνουμε | επιδιορθώναμε | θα επιδιορθώνουμε | να επιδιορθώνουμε | ||
β' πληθ. | επιδιορθώνετε | επιδιορθώνατε | θα επιδιορθώνετε | να επιδιορθώνετε | επιδιορθώνετε | |
γ' πληθ. | επιδιορθώνουν(ε) | επιδιόρθωναν επιδιορθώναν(ε) |
θα επιδιορθώνουν(ε) | να επιδιορθώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδιόρθωσα | θα επιδιορθώσω | να επιδιορθώσω | επιδιορθώσει | ||
β' ενικ. | επιδιόρθωσες | θα επιδιορθώσεις | να επιδιορθώσεις | επιδιόρθωσε | ||
γ' ενικ. | επιδιόρθωσε | θα επιδιορθώσει | να επιδιορθώσει | |||
α' πληθ. | επιδιορθώσαμε | θα επιδιορθώσουμε | να επιδιορθώσουμε | |||
β' πληθ. | επιδιορθώσατε | θα επιδιορθώσετε | να επιδιορθώσετε | επιδιορθώστε | ||
γ' πληθ. | επιδιόρθωσαν επιδιορθώσαν(ε) |
θα επιδιορθώσουν(ε) | να επιδιορθώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιδιορθώσει | είχα επιδιορθώσει | θα έχω επιδιορθώσει | να έχω επιδιορθώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιδιορθώσει | είχες επιδιορθώσει | θα έχεις επιδιορθώσει | να έχεις επιδιορθώσει | έχε επιδιορθωμένο | |
γ' ενικ. | έχει επιδιορθώσει | είχε επιδιορθώσει | θα έχει επιδιορθώσει | να έχει επιδιορθώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδιορθώσει | είχαμε επιδιορθώσει | θα έχουμε επιδιορθώσει | να έχουμε επιδιορθώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιδιορθώσει | είχατε επιδιορθώσει | θα έχετε επιδιορθώσει | να έχετε επιδιορθώσει | έχετε επιδιορθωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν επιδιορθώσει | είχαν επιδιορθώσει | θα έχουν επιδιορθώσει | να έχουν επιδιορθώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επιδιορθωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επιδιορθωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επιδιορθωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επιδιορθωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδιορθώνομαι | επιδιορθωνόμουν(α) | θα επιδιορθώνομαι | να επιδιορθώνομαι | ||
β' ενικ. | επιδιορθώνεσαι | επιδιορθωνόσουν(α) | θα επιδιορθώνεσαι | να επιδιορθώνεσαι | ||
γ' ενικ. | επιδιορθώνεται | επιδιορθωνόταν(ε) | θα επιδιορθώνεται | να επιδιορθώνεται | ||
α' πληθ. | επιδιορθωνόμαστε | επιδιορθωνόμαστε επιδιορθωνόμασταν |
θα επιδιορθωνόμαστε | να επιδιορθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επιδιορθώνεστε | επιδιορθωνόσαστε επιδιορθωνόσασταν |
θα επιδιορθώνεστε | να επιδιορθώνεστε | (επιδιορθώνεστε) | |
γ' πληθ. | επιδιορθώνονται | επιδιορθώνονταν επιδιορθωνόντουσαν |
θα επιδιορθώνονται | να επιδιορθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδιορθώθηκα | θα επιδιορθωθώ | να επιδιορθωθώ | επιδιορθωθεί | ||
β' ενικ. | επιδιορθώθηκες | θα επιδιορθωθείς | να επιδιορθωθείς | επιδιορθώσου | ||
γ' ενικ. | επιδιορθώθηκε | θα επιδιορθωθεί | να επιδιορθωθεί | |||
α' πληθ. | επιδιορθωθήκαμε | θα επιδιορθωθούμε | να επιδιορθωθούμε | |||
β' πληθ. | επιδιορθωθήκατε | θα επιδιορθωθείτε | να επιδιορθωθείτε | επιδιορθωθείτε | ||
γ' πληθ. | επιδιορθώθηκαν επιδιορθωθήκαν(ε) |
θα επιδιορθωθούν(ε) | να επιδιορθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιδιορθωθεί | είχα επιδιορθωθεί | θα έχω επιδιορθωθεί | να έχω επιδιορθωθεί | επιδιορθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιδιορθωθεί | είχες επιδιορθωθεί | θα έχεις επιδιορθωθεί | να έχεις επιδιορθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιδιορθωθεί | είχε επιδιορθωθεί | θα έχει επιδιορθωθεί | να έχει επιδιορθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδιορθωθεί | είχαμε επιδιορθωθεί | θα έχουμε επιδιορθωθεί | να έχουμε επιδιορθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιδιορθωθεί | είχατε επιδιορθωθεί | θα έχετε επιδιορθωθεί | να έχετε επιδιορθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδιορθωθεί | είχαν επιδιορθωθεί | θα έχουν επιδιορθωθεί | να έχουν επιδιορθωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επιδιορθωμένος - είμαστε, είστε, είναι επιδιορθωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επιδιορθωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επιδιορθωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επιδιορθωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επιδιορθωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επιδιορθωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επιδιορθωμένοι |