Ετυμολογία

επεξεργασία

επιδιορθώνομαι<παθητική φωνή του ρήμ. επιδιορθώνω

επιδιορθώνομαι

  • για ρούχα, υποδήματα, μηχανήματα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα... τα επισκευάζω.