επιδιορθώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεπιδιορθώνομαι<παθητική φωνή του ρήμ. επιδιορθώνω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιδιορθώνομαι
- για ρούχα, υποδήματα, μηχανήματα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, ποδήλατα... τα επισκευάζω.
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιδιορθώνομαι | επιδιορθωνόμουν(α) | θα επιδιορθώνομαι | να επιδιορθώνομαι | ||
β' ενικ. | επιδιορθώνεσαι | επιδιορθωνόσουν(α) | θα επιδιορθώνεσαι | να επιδιορθώνεσαι | (επιδιορθώνου) | |
γ' ενικ. | επιδιορθώνεται | επιδιορθωνόταν(ε) | θα επιδιορθώνεται | να επιδιορθώνεται | ||
α' πληθ. | επιδιορθωνόμαστε | επιδιορθωνόμαστε επιδιορθωνόμασταν |
θα επιδιορθωνόμαστε | να επιδιορθωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επιδιορθώνεστε | επιδιορθωνόσαστε επιδιορθωνόσασταν |
θα επιδιορθώνεστε | να επιδιορθώνεστε | (επιδιορθώνεστε) | |
γ' πληθ. | επιδιορθώνονται | επιδιορθώνονταν επιδιορθωνόντουσαν |
θα επιδιορθώνονται | να επιδιορθώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιδιορθώθηκα | θα επιδιορθωθώ | να επιδιορθωθώ | επιδιορθωθεί | ||
β' ενικ. | επιδιορθώθηκες | θα επιδιορθωθείς | να επιδιορθωθείς | επιδιορθώσου | ||
γ' ενικ. | επιδιορθώθηκε | θα επιδιορθωθεί | να επιδιορθωθεί | |||
α' πληθ. | επιδιορθωθήκαμε | θα επιδιορθωθούμε | να επιδιορθωθούμε | |||
β' πληθ. | επιδιορθωθήκατε | θα επιδιορθωθείτε | να επιδιορθωθείτε | επιδιορθωθείτε | ||
γ' πληθ. | επιδιορθώθηκαν επιδιορθωθήκαν(ε) |
θα επιδιορθωθούν(ε) | να επιδιορθωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επιδιορθωθεί | είχα επιδιορθωθεί | θα έχω επιδιορθωθεί | να έχω επιδιορθωθεί | επιδιορθωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επιδιορθωθεί | είχες επιδιορθωθεί | θα έχεις επιδιορθωθεί | να έχεις επιδιορθωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επιδιορθωθεί | είχε επιδιορθωθεί | θα έχει επιδιορθωθεί | να έχει επιδιορθωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επιδιορθωθεί | είχαμε επιδιορθωθεί | θα έχουμε επιδιορθωθεί | να έχουμε επιδιορθωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επιδιορθωθεί | είχατε επιδιορθωθεί | θα έχετε επιδιορθωθεί | να έχετε επιδιορθωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επιδιορθωθεί | είχαν επιδιορθωθεί | θα έχουν επιδιορθωθεί | να έχουν επιδιορθωθεί |