Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιδιορθόω < ἐπί + αρχαία ελληνική διορθόω / διορθῶ < διά + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός < πρωτοελληνική *ortʰwós πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃r̥dʰwós < *h₃erdʰ- (ορθός)

ἐπιδιορθόω

  1. (ελληνιστική κοινή) διορθώνω (μετά από κάτι, κατόπιν)
  2. (ελληνιστική κοινή) (μέσο) ἐπιδιορθόομαι: επιφέρω τροποποιήσεις, βελτιώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία