ἐπιδιορθόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπιδιορθόω < ἐπί + αρχαία ελληνική διορθόω / διορθῶ < διά + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός < πρωτοελληνική *ortʰwós πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃r̥dʰwós < *h₃erdʰ- (ορθός)
Ρήμα
επεξεργασίαἐπιδιορθόω
- (ελληνιστική κοινή) διορθώνω (μετά από κάτι, κατόπιν)
- (ελληνιστική κοινή) (μέσο) ἐπιδιορθόομαι: επιφέρω τροποποιήσεις, βελτιώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπιδιορθόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.