πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδιόρθωση οι επιδιορθώσεις
      γενική της επιδιόρθωσης* των επιδιορθώσεων
    αιτιατική την επιδιόρθωση τις επιδιορθώσεις
     κλητική επιδιόρθωση επιδιορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδιορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία