ἐπιδιόρθωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιδιόρθωσῐς | αἱ | ἐπιδιορθώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἐπιδιορθώσεως | τῶν | ἐπιδιορθώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἐπιδιορθώσει | ταῖς | ἐπιδιορθώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐπιδιόρθωσῐν | τὰς | ἐπιδιορθώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἐπιδιόρθωσῐ | ἐπιδιορθώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιδιορθώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιδιορθωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιδιόρθωσις < ἐπιδιορθόω / ἐπιδιορθῶ + -σις < ἐπι- + αρχαία ελληνική διορθόω / διορθῶ < διά + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιδιόρθωσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιδιόρθωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.