εκμοντερνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμοντερνίζω < εκ- + μοντερνίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική moderniser[1] [2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.mo.deɾˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐μο‐ντερ‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκμοντερνίζω, αόρ.: εκμοντέρνισα, παθ.φωνή: εκμοντερνίζομαι, π.αόρ.: εκμοντερνίστηκα, μτχ.π.π.: εκμοντερνισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μοντέρνος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμοντερνίζω | εκμοντέρνιζα | θα εκμοντερνίζω | να εκμοντερνίζω | εκμοντερνίζοντας | |
β' ενικ. | εκμοντερνίζεις | εκμοντέρνιζες | θα εκμοντερνίζεις | να εκμοντερνίζεις | εκμοντέρνιζε | |
γ' ενικ. | εκμοντερνίζει | εκμοντέρνιζε | θα εκμοντερνίζει | να εκμοντερνίζει | ||
α' πληθ. | εκμοντερνίζουμε | εκμοντερνίζαμε | θα εκμοντερνίζουμε | να εκμοντερνίζουμε | ||
β' πληθ. | εκμοντερνίζετε | εκμοντερνίζατε | θα εκμοντερνίζετε | να εκμοντερνίζετε | εκμοντερνίζετε | |
γ' πληθ. | εκμοντερνίζουν(ε) | εκμοντέρνιζαν εκμοντερνίζαν(ε) |
θα εκμοντερνίζουν(ε) | να εκμοντερνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμοντέρνισα | θα εκμοντερνίσω | να εκμοντερνίσω | εκμοντερνίσει | ||
β' ενικ. | εκμοντέρνισες | θα εκμοντερνίσεις | να εκμοντερνίσεις | εκμοντέρνισε | ||
γ' ενικ. | εκμοντέρνισε | θα εκμοντερνίσει | να εκμοντερνίσει | |||
α' πληθ. | εκμοντερνίσαμε | θα εκμοντερνίσουμε | να εκμοντερνίσουμε | |||
β' πληθ. | εκμοντερνίσατε | θα εκμοντερνίσετε | να εκμοντερνίσετε | εκμοντερνίστε | ||
γ' πληθ. | εκμοντέρνισαν εκμοντερνίσαν(ε) |
θα εκμοντερνίσουν(ε) | να εκμοντερνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκμοντερνίσει | είχα εκμοντερνίσει | θα έχω εκμοντερνίσει | να έχω εκμοντερνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκμοντερνίσει | είχες εκμοντερνίσει | θα έχεις εκμοντερνίσει | να έχεις εκμοντερνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκμοντερνίσει | είχε εκμοντερνίσει | θα έχει εκμοντερνίσει | να έχει εκμοντερνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμοντερνίσει | είχαμε εκμοντερνίσει | θα έχουμε εκμοντερνίσει | να έχουμε εκμοντερνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκμοντερνίσει | είχατε εκμοντερνίσει | θα έχετε εκμοντερνίσει | να έχετε εκμοντερνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμοντερνίσει | είχαν εκμοντερνίσει | θα έχουν εκμοντερνίσει | να έχουν εκμοντερνίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκμοντερνίζομαι | εκμοντερνιζόμουν(α) | θα εκμοντερνίζομαι | να εκμοντερνίζομαι | ||
β' ενικ. | εκμοντερνίζεσαι | εκμοντερνιζόσουν(α) | θα εκμοντερνίζεσαι | να εκμοντερνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκμοντερνίζεται | εκμοντερνιζόταν(ε) | θα εκμοντερνίζεται | να εκμοντερνίζεται | ||
α' πληθ. | εκμοντερνιζόμαστε | εκμοντερνιζόμαστε εκμοντερνιζόμασταν |
θα εκμοντερνιζόμαστε | να εκμοντερνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκμοντερνίζεστε | εκμοντερνιζόσαστε εκμοντερνιζόσασταν |
θα εκμοντερνίζεστε | να εκμοντερνίζεστε | (εκμοντερνίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκμοντερνίζονται | εκμοντερνίζονταν εκμοντερνιζόντουσαν |
θα εκμοντερνίζονται | να εκμοντερνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκμοντερνίστηκα | θα εκμοντερνιστώ | να εκμοντερνιστώ | εκμοντερνιστεί | ||
β' ενικ. | εκμοντερνίστηκες | θα εκμοντερνιστείς | να εκμοντερνιστείς | εκμοντερνίσου | ||
γ' ενικ. | εκμοντερνίστηκε | θα εκμοντερνιστεί | να εκμοντερνιστεί | |||
α' πληθ. | εκμοντερνιστήκαμε | θα εκμοντερνιστούμε | να εκμοντερνιστούμε | |||
β' πληθ. | εκμοντερνιστήκατε | θα εκμοντερνιστείτε | να εκμοντερνιστείτε | εκμοντερνιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκμοντερνίστηκαν εκμοντερνιστήκαν(ε) |
θα εκμοντερνιστούν(ε) | να εκμοντερνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκμοντερνιστεί | είχα εκμοντερνιστεί | θα έχω εκμοντερνιστεί | να έχω εκμοντερνιστεί | εκμοντερνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκμοντερνιστεί | είχες εκμοντερνιστεί | θα έχεις εκμοντερνιστεί | να έχεις εκμοντερνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκμοντερνιστεί | είχε εκμοντερνιστεί | θα έχει εκμοντερνιστεί | να έχει εκμοντερνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκμοντερνιστεί | είχαμε εκμοντερνιστεί | θα έχουμε εκμοντερνιστεί | να έχουμε εκμοντερνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκμοντερνιστεί | είχατε εκμοντερνιστεί | θα έχετε εκμοντερνιστεί | να έχετε εκμοντερνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκμοντερνιστεί | είχαν εκμοντερνιστεί | θα έχουν εκμοντερνιστεί | να έχουν εκμοντερνιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκμοντερνισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκμοντερνισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκμοντερνισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκμοντερνισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκμοντερνισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκμοντερνισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκμοντερνισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκμοντερνισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εκμοντερνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)