Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.mo.deɾˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκμοντερνίζω

εκμοντερνίζω, αόρ.: εκμοντέρνισα, παθ.φωνή: εκμοντερνίζομαι, π.αόρ.: εκμοντερνίστηκα, μτχ.π.π.: εκμοντερνισμένος

  1. κάνω κάτι μοντέρνο
  2. εντάσσω κάτι στη μόδα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. εκμοντερνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)