Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκμοντερνιστικός η εκμοντερνιστική το εκμοντερνιστικό
      γενική του εκμοντερνιστικού της εκμοντερνιστικής του εκμοντερνιστικού
    αιτιατική τον εκμοντερνιστικό την εκμοντερνιστική το εκμοντερνιστικό
     κλητική εκμοντερνιστικέ εκμοντερνιστική εκμοντερνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκμοντερνιστικοί οι εκμοντερνιστικές τα εκμοντερνιστικά
      γενική των εκμοντερνιστικών των εκμοντερνιστικών των εκμοντερνιστικών
    αιτιατική τους εκμοντερνιστικούς τις εκμοντερνιστικές τα εκμοντερνιστικά
     κλητική εκμοντερνιστικοί εκμοντερνιστικές εκμοντερνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκμοντερνιστικός < εκμοντερνίζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

εκμοντερνιστικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία