εκμοντερνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμοντερνιστικός < εκμοντερνίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαεκμοντερνιστικός
- που εκμοντερνίζει ή συμβάλλει στον εκμοντερνισμό
Συγγενικά
επεξεργασία- εκμοντερνιστικά
- → δείτε τη λέξη εκμοντερνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκμοντερνιστικός
|