εκμοντερνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκμοντερνισμός < εκμοντερνίζ(ω) + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκμοντερνισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκμοντερνίζω
- ※ Οι τάσεις εκμοντερνισμού και ευθυγράμμισης με την ευρωπαϊκή παιδεία της εποχής, που αναπτύσσονται στους κόλπους του φαναριωτισμού, δεν αισθάνονται να εκφράζονται πια μέσα από τη μονοκρατορία της κατεξοχήν έμμετρης μεταβυζαντινής γραμματολογίας μας, καθώς και μέσα από τις μορφολογικές επιβιώσεις που κυριαρχούν εν πολλοίς στο σύνολο ποιητικό έργο της εποχής αλλά και στα επιτεύγματα της κρητικής αναγέννησης.
- Άννα Ταμπάκη, Χειρόγραφες μεταφράσεις του διαφωτισμού; η πρόσληψη των δυτικοευρωπαϊκών λογοτεχνικών ειδών, Σύγκριση, τόμος 12, 2001, σελ. 18
- ≈ συνώνυμα: εκσυγχρονισμός
- ※ Οι τάσεις εκμοντερνισμού και ευθυγράμμισης με την ευρωπαϊκή παιδεία της εποχής, που αναπτύσσονται στους κόλπους του φαναριωτισμού, δεν αισθάνονται να εκφράζονται πια μέσα από τη μονοκρατορία της κατεξοχήν έμμετρης μεταβυζαντινής γραμματολογίας μας, καθώς και μέσα από τις μορφολογικές επιβιώσεις που κυριαρχούν εν πολλοίς στο σύνολο ποιητικό έργο της εποχής αλλά και στα επιτεύγματα της κρητικής αναγέννησης.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκμοντερνίζω και μοντέρνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκμοντερνισμός