↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκμοντερνισμός οι εκμοντερνισμοί
      γενική του εκμοντερνισμού των εκμοντερνισμών
    αιτιατική τον εκμοντερνισμό τους εκμοντερνισμούς
     κλητική εκμοντερνισμέ εκμοντερνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκμοντερνισμός < εκμοντερνίζ(ω) + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκμοντερνισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία