Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.mo.deɾˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐μο‐ντερ‐νί‐ζο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκμοντερνίζομαι