μεταποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταποιώ
Μετοχή επεξεργασία
μεταποιημένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί μηχανική ή χημική επεξεργασία, που αποτελεί προϊόν της βιοτεχνίας ή της βιομηχανίας
- για ρούχο που το έχουμε μετατρέψει ώστε να ταιριάζει καλύτερα στο σώμα αυτού που το φοράει
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταποιημένος
|