μεταποιημένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταποιημένα < μεταποιημένος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαμεταποιημένα
- έχοντας μεταποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταποιημένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμεταποιημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταποιημένος